- ποινηλάτης
- ὁ, θηλ. ποινηλάτις, -ιδος, Μεκδικητής, τιμωρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινή + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ-ηλάτης, με έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποινηλάτης — ποινηλατέω pursue like an avenging fury imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποινηλάτις — άτιδος, ἡ, Μ βλ. ποινηλάτης … Dictionary of Greek
ποινηλατιστής — ὁ, Μ αυτός που επιβάλλει ποινή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποινηλάτης, κατά τα ρ. επίθ. σε ιστής από ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek